-
1 bölüm
τμήμα, μέρος, υποδιαίρεση, απόσπασμα -
2 departman
τμήμα -
3 rekat
τμήμα της ισλαμικής προσευχής -
4 département
τμήμα -
5 odbor
τμήμα -
6 oddělení
τμήμα -
7 přihrádka
τμήμα -
8 průřez
τμήμα -
9 sekce
τμήμα -
10 úsek
τμήμα -
11 segment
τμήμα -
12 odcinek
τμήμα -
13 przekrój
τμήμα -
14 часть
-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. μέρος (του όλου), τμήμα•часть долга μέρος του χρέους•
часть здания τμήμα του κτιρίου.
2. μέλος•часть тела μέλος του σώματος.
3. το μερίδιο, το μερτικό•я взял свою часть εγώ πήρα το μερίδιο μου.
4. το εξάρτημα•частьи часов τα μέρη του ωρολογίου•сборка -ей συναρμολόγηση των μερών•
часть запасныечастьи τα ανταλλακτικά.
5. η πλευρά•художественная часть произведения το καλλιτεχνικό μέρος του έργου.
6. μέρος(υποδιαίρεση)•роман в пяти -ях с эпилогом μυθιστόρημα σε πέντε μέρη με επίλογο.
7. τμήμα, τομέας•часть санитарная -υγειονομικό τμήμα•
учебная часть διδακτικός τομέας•
хозяйственная часть οικονομικός τομέας.
8. (στρατ.) τμήμα•пехотныечастьи τμήματα πεζικού.
9. τμήμα πόλης.10. αστυνομικό τμήμα.11. παλ. η τύχη.εκφρ.в тойчастьи – σ αυτόν το βαθμό•почастьи ή вчастьи – σχετικά, σε σχέση (με)•львиная часть – η μερίδα του λιονταριού-частьи речи (γραμμ.) τα μέρη του λόγου•часть благую часть избрать – παλ. μτφ. παίρνω την καλύτερη απόφαση (ευβουλία)- войти ή вступить в -•, быть вчастьи παίρνω μέρος, συμμετέχω•разрываться начастьи – γίνομαι κομμάτια (ασχολούμαι ταυτόχρονα με πολλές δουλειές)•рвать начастьи – ενοχλώ με διάφορα ζητήματα. -
15 часть
1. (доля целого) το μέρ/ος, το τμήμαразбирать на - и (ξε)χωρίζω σε κομμάτια/τεμάχιαвступительная - литер. η εισαγωγή, ο πρόλογοςпроточная - гидротурбины το τμήμα ροής του υδραυλικού στροβίλου/της τουρμπίνας2. (составной элемент какого-л. механизма, организма и т.п.) το μέρος· ходовая - автомобиля κινητήριο - του αυτοκινήτου 3. (отдел учреждения, отдельная отрасль управления) το τμήμα, ο τομέας 4. (область деятельности, специальность) о τομέας 5. -й речи грам. τα μέρη του λόγουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > часть
-
16 часть
часть ж .1) το μέρος· το τμήμα (участок)· το κομμάτι (кусок)· \частьи тела τα μέρη του σώματος· большая \часть το μεγαλύτερο μέρος; составные \частьи τα συστατικά μέρη; \частьи света τα μέρη του κόσμου; запасные \частьи τα ανταλλακτικά 2) (отдел) το τμήμα, ο τομέας 3) воен. η μονάδα, το τμήμα ◇ \частьи речи τα μέρη του λόγου; по большей \частьи συνήθως, κατά το πλείστο* * *жчасти те́ла — τα μέρη του σώματος
бо́льшая часть — το μεγαλύτερο μέρος
составны́е части — ή τα συστατικά μέρη
части све́та — τα μέρη του κόσμου
запасны́е части — τα ανταλλακτικά
2) ( отдел) το τμήμα, ο τομέας3) воен. η μονάδα, το τμήμα••части ре́чи — τα μέρη του λόγου
по бо́льшей части — συνήθως, κατά το πλείστο
-
17 дружина
-ы θ.1. παλ. φρουρά, ντρουζίνα• στρατιωτικό τμήμα.2. τμήμα, απόσπασμα•пожирная дружина πυροσβεστικό τμήμα ή λόχος•
пионерская дружина πιονέρικο τμήμα ή ομάδα•
санитарная дружина υγειονομικό τμήμα.
-
18 отделение
отделение с 1) (часть помещения, филиал) το τμήμα* το διαμέρισμα· το παράρτημα* \отделение милиции το τμήμα πολιτοφυλακής* почтовое \отделение το ταχυδρομείο· приёмное \отделение η αίθουσα παραλαβής ασθενών ( στο νοσοκομείο) 2) (концерта) το μέρος* * *с1) (часть помещения, филиал) το τμήμα; το διαμέρισμα; το παράρτημαотделе́ние мили́ции — το τμήμα πολιτοφυλακής
почто́вое отделе́ние — το ταχυδρομείο
приёмное отделе́ние — η αίθουσα παραλαβής ασθενών (στο νοσοκομείο)
2) ( концерта) το μέρος -
19 участок
уча́ст||окм1. τό οἰκόπεδο[ν], τό γήπε-δο[ν]/ τό χωράφι, ὁ κλήρος (земельный):строительный \участок τό οίκόπεδο οἰκοδομής· лесной \участок τό μέρος δάσους· пораженный \участок мо́зга τό προσβεβλημένο μέρος τοῦ μυαλοϋ· делить на \участокки μοιράζω σέ ὁΙκόπεδα· арендовать \участок земли́ νοικιάζω χωράφι[ον] (или τμήμα γής)·2. (сфера деятельности) ὁ τομέας [-εύς]:\участок работы ὁ τομέας ἐργασίας' врачебный \участок ὁ τομέας ίατροῦ·3. (административный) τό τμήμα:избирательный \участок τό ἐκλογικό τμήμα·4. воен. ὁ τομέας [-εύς]:\участок фронта ὁ τομέας τοῦ μετώπου· б. ист. (полицейский) τό ἀστυνομικό τμήμα. -
20 часть
част||ьж1. (доля целого) τό μέρος, τό τμήμσ, τό μερίδιο[ν], τό κομμάτι[ον], ἡ μερίδα [-ίς]:\часть вдания τό μέρος τοῦ κτιρίου· \частьи тела τά μέρη τοῦ σώματος· \частьи машины τά μέρη τής μηχανής· запасные \частьи τά ἀνταλλακτικά· большая \часть τό μεγαλύτερο μέρος· меньшая \часть τό μικρότερο μέρος, τό μικρότερο μερίδιο· составная \часть τό ὁργανικό μέρος· \частьи света οἱ πέντε ήπειροι· \часть публики ἕνα μέρος τοῦ κοινοῦ· роман в трех \частьях τό μυθιστόρημα σέ τρία μέρη· казенная \часть (оружия) τό ούραϊον ὀπλου· выплата \частья́ми πληρωμή σέ δόσεις· по \частья́м σέ δόσεις· рвать на \частьи прям., перен κάνω κομμάτια·2. (отдел) τό τμήμα, ὁ τομέας:санитарная \часть τό τμήμα ὑγειονομικής ὑπηρεσίας· пожарная \часть ὁ πυροσβεστικός σταθμός· учебная \часть τό ἐκπαιδευτικό τμήμα·3. воен. ἡ μονάδα, τό τμήμα:воинская \часть ἡ μονάδα στρατοῦ· пехотные \частьи τά τμήματα πεζικοὔ· танковые \частьи τά τμήματα ἀρμάτων μάχης· передовые \частьи οἱ προφυλακές, τά τμήματα τής πρώτης γραμμής· ◊ материальная \часть ὁ ὁπλισμός· \частьи речи грам. τά μέρη τσῦ λόγου· это не по моей (его) \частьи разг αὐτό δέν εἶναι τής ἀρμοδιότητας μου (του)· по большей \частьи, большей \частьыо ὡς ἐπί τό πλείστον разрываться на \частьи́ γίνομαι χίλια κομμάτια
См. также в других словарях:
τμῆμα — part cut off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμήμα — το / τμῆμα, ήματος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τμᾱμα, άματος, Α 1. τεμάχιο, κομμάτι 2. υποδιαίρεση, μέρος ενός συνόλου (α. «μεγάλο τμήμα τού δάσους κάηκε» β. «τὰ τῆς οἰκουμένης τμήματα», Γρηγ. Ναζ.) 3. μαθ. το επακριβώς καθορισμένο μέρος μιας ευθείας, μιας … Dictionary of Greek
τμήμα — το, ατος 1. τεμάχιο, μέρος, κομμάτι. 2. υποδιαίρεση ενός όλου: Τμήμα βιβλίου. 3. κλάδος δημόσιας ή ιδιωτικής υπηρεσίας καθώς και τα γραφεία της: Τμήμα δημοσίων σχέσεων. 5. αστυνομικό τμήμα: Τον έχουν στο τμήμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νηριτική ζώνη ή νηριτικό τμήμα — Όρος που χρησιμοποιείται συχνά αντί του όρου παράλια ζώνη των θαλασσών. Ανήκει στην ευφωτική ζώνη, δηλαδή σε αυτή που δέχεται σημαντικές ποσότητες φωτεινής ενέργειας και γι’ αυτό είναι πλούσια σε φυτικά είδη και, κατά συνέπεια, σε ποικιλία ζώων … Dictionary of Greek
μεσεγκέφαλος — Τμήμα του μεγάλου εγκεφάλου, που βρίσκεται ανάμεσα στα ημισφαίριά του και στην παρεγκεφαλίδα. Αποτελεί τη δεύτερη διόγκωση του εμβρυϊκού νευρικού σωλήνα, που αναπτύσσεται στο τετράδυμο, στον υδραγωγό του Sylvius και στα εγκεφαλικά σκέλη. Σε… … Dictionary of Greek
παραγναθίδα — Τμήμα του κράνους που προστατεύει τις γνάθους. Με π., που ήταν χωριστά κομμάτια και προσαρμόζονταν με καρφιά στο υπόλοιπο κράνος, ήταν εφοδιασμένα τα δερμάτινα και τα μεταλλικά κράνη της ύστερης εποχής του χαλκού. Π. έφεραν και μερικά από τα… … Dictionary of Greek
Έξω Μάνη — Τμήμα της Μάνης από τον Αλμυρό μέχρι το Οίτυλο. Λέγεται και Δυτική Μάνη και Αποσκιαδερή. Η υπόλοιπη Μάνη, η Ανατολική, αποτελεί τμήμα της πρώην επαρχίας Γυθείου. Η περιοχή Οιτύλου, Αρεόπολης, Πύργου Διρού έως τον όρμο Βαθύ ονομάζεται και Μέσα… … Dictionary of Greek
λιβυκοβερβερική ομογλωσσία — Τμήμα της χαμιτικής γλωσσικής οικογένειας, μαζί με τις γλωσσικές ομάδες της αρχαίας αιγυπτιακής και της χουσιτικής. Οι χαμιτικές γλώσσες παρουσιάζουν κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά με τις γλώσσες της σημιτικής ομάδας και θεωρούνται τμήμα μιας… … Dictionary of Greek
ακρωτήριο — Τμήμα ακτής που εισχωρεί μέσα στη θάλασσα, σε λίμνη ή σε ποτάμι. Αποτελείται από παλαιά πετρώματα ή από πρόσφατες προσχώσεις. Τα α. που έχουν γίνει από προσχώσεις έχουν χαμηλό ύψος. (Αρχιτ.) Διακοσμητικό αρχιτεκτονικό στοιχείο που τοποθετούσαν οι … Dictionary of Greek
απευθυσμένο — Τμήμα στο παχύ έντερο, που αποτελεί συνέχεια του σιγμοειδούς και τελειώνει στο ύψος του πρωκτού· βρίσκεται μπροστά στο ιερό οστό και εκτελεί κυρίως τη λειτουργία αποβολής των κοπράνων. Ο μυϊκός χιτώνας των τοιχωμάτων του γίνεται πιο παχύς στο… … Dictionary of Greek
ενδοσπέρμιο — Τμήμα του σπέρματος των αγγειοσπέρμων φυτών, που συνοδεύει ή περιέχει το έμβρυο. Είναι αποταμιευτικός ιστός και προέρχεται από την τριπλή διαίρεση του πυρήνα του ωαρίου. Πολλές φορές το ε. αποδιοργανώνεται πριν το σπέρμα ωριμάσει. Στην περίπτωση… … Dictionary of Greek